- ξεπρήζομαι
- ξεπρήσκομαι опадать (об отёке, воспалении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπρήζω — ξέπρηξα, ξεπρήστηκα, ξεπρησμένος 1. μτβ., χαμηλώνω, καταπραΰνω πρήξιμο: Τα ζεστά μπάνια ξέπρηξαν τα πόδια μου. 2. το μέσ., ξεπρήζομαι παύω να είμαι πρησμένος: Ξεπρήστηκε το χέρι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)